O Άρμο, ο μεγαλύτερος σε ηλικία αλλά και σε διάπλαση, ήταν υπεύθυνος για την φύλαξη της μοναδικής πόρτας σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, παρ’ όλο που κανείς δεν επρόκειτο ποτέ να έρθει.
Εγώ, είχα την ηλίθια ευθύνη να φροντίζω να μένει αναμένο το φαναράκι, αδιάφορο αν και οι τέσσερις είμασταν τυφλοί. Και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ελέγχω την θερμοκρασία με τα δάχτυλά μου και να υποθέτω πως είναι αναμμένο.
Ο Σίμο παραφιλούσε με το αυτί κολλημένο στον τοίχο και σημείωνε τις ημέρες και τις νύχτες βασιζόμενος σε έναν κόκκορα που ακουγόταν από μακριά. Έτσι κρατούσαμε τον χρόνο, αν και δεν μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι διότι τα κοκκόρια λαλούν περισσότερες από μία φορές κάθε μέρα.
Ο Μόρι ήταν ο επικεφαλής, δεν ξέρω πως, μάλλον από πάντα. Η δική του ευθύνη ήταν να ελέγχει εμάς, αν στεκόμασταν στο ύψος των δικών μας ευθυνών. Ήταν επίσης αυτός που έπαιρνε τις αποφάσεις όταν συνέβαιναν έκτακτα περιστατικά.
Ένα τέτοιο αναπάντεχο γεγονός ήταν ο θάνατος του Σίμο. Μετά από έναν νυχτερινό ύπνο, φωνάζαμε και οι τρείς το όνομά του αλλά δεν απαντούσε. Ο Άρμο φυσικά δεν μπορούσε να αφήσει το καίριο πόστο του, την μόνη πόρτα στο δωμάτιο. Από την άλλη, ο Μόρι αρνούντο την οποιαδήποτε μετακίνηση διότι θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του επικεφαλούς της ομάδος κι έτσι έμελλε εγώ να είμαι αυτός που έψαχνα στα τυφλά, με τα χέρια απλωμένα να τον βρω. Το δωμάτιο που έχουμε κλειστεί δεν είναι και τόσο μεγάλο και έτσι σύντομα τα χέρια μου συνάντησαν το άψυχο σώμα του. Τον κούνησα και έπειτα ακούμπησα τα χείλη του με τα δάχτυλά μου. Σχεδόν κάηκα. Αλλά ήμουν σίγουρος πως ήταν νεκρός.
Το πρόβλημα που προέκυψε ήταν μεγάλο, διότι πλέον δεν θα μπορούσαμε να μετρήσουμε τον χρόνο που κυλούσε. Ο Μόρι με διέταξε να ελέγχω το φαναράκι όλο το 24ωρο καθώς πλέον δεν γνωρίζαμε πότε ήταν μέρα και πότε νύχτα. Ο Άρμο πρότεινε να αλλάξει πόστο, θεωρώντας πως η μέτρηση του χρόνου ήταν υψίστης σημασίας, μια που αποτελούσε την αντίστροφη μέτρηση προς την ελευθερία μας. Στο άκουσμα και μόνο αυτής της ιδέας, ο Μόρι ούρλιαξε δυνατά πως ήταν καλύτερα να μέναμε για πάντα εκεί, παρά να επιτρέπαμε σε κάποιον μολυσμένο να μπει στην κρυψώνα μας. Έτσι, 36 κατά προσέγγιση χρόνια μετά τον εκούσιο εγκλεισμό μας εδώ, σταματήσαμε να μετράμε το χρόνο. Η απογοήτευση που νοιώθαμε τόσο εγώ όσο και ο Άρμο ήταν μεγάλη, είχα μάθει να τον καταλαβαίνω από την ανάσα του. Άλλωστε ο Μόρι απαγόρευε τις περιττές συζητήσεις, προς αποφυγή διαφωνιών με τις αποφάσεις του. Ζούσαμε στα τυφλά και σχεδόν σε πλήρη σιωπή.
Υποθέτω πως θα είχαν κυλήσει μερικές εβδομάδες με τα νέα αυτά δεδομένα και κάθε στιγμή είχε ακριβώς την ίδια γεύση όπως και όλες οι επόμενες. Και ενώ σκεφτόμουν όσα είχαν συμβεί εν μέσω μιας άπειρης σιωπής, ένοιωσα την ανάσα του Άρμο δίπλα μου. Ταράχτηκα. Άπλωσα ελαφρά το χέρι και τον ακούμπησα. Ήταν αλήθεια. Ο Άρμο είχε παρατήσει το πόστο του και ο Μόρι δεν το ήξερε. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, να περιορίσω τον ενθουσιασμό μου. Εντελώς μηχανικά, έκανα κίνηση να ελέγξω το φαναράκι μπροστά μου. Ο Άρμο άρπαξε το χέρι μου ακινητοποιώντας το και το έσφιξε δυνατά. Η θέση του είχε εξεφραστεί με σαφήνεια. Ο Μόρι δεν έπρεπε να μας αντιληφθεί.
Έτσι και έγινε. Καταλάβαινα από την ανάσα του Άρμο ότι ένοιωθε πλέον ευτυχισμένος. Και κύλησε πάλι ο καιρός και κανείς δεν ήταν πλέον στο πόστο του, αλλά δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα όσο ο Μόρι δεν το ήξερε.
Και ήρθε αυτή η στιγμή, που απορεί κανείς πως άργησε τόσο. Είπα μέσα μου πως ότι ήταν να γίνει, ας γίνει να το ζήσω. Έπιασα τον Άρμο από το χέρι και τον πήρα μαζί μου ως την πόρτα. Τράβηξα με δύναμη τον σύρτη κι ο ήχος πανικόβαλλε τον Μόρι.
«Τι συμβαίνει; Ποιος είναι στην πόρτα;» ούρλιαξε.
«Βρε αει στο διάολο» του απάντησα και την άνοιξα. Το δωμάτιο λούστηκε με φως μόνο που το ένοιωσα σαν έκρηξη. «Δεν είμαστε τελικά τυφλοί!» ούρλιαξε ο Άρμο. «Δεν είμαστε!»
Τα μάτια μας έκαιγαν από το δυνατό φως και το μόνο που έβλεπα ήταν λευκό παντού. Στιγμές μετά άρχισα να δακρύζω. Άκουσα τον Άρμο να λέει «καίγομαι» και ο Μόρι πίσω μας ούρλιαζε από τους πόνους - ενώ εγώ απλώς δάκρυζα, ο πόνος που ένοιωθα δεν ήταν τόσο δυνατός ώστε να με κάνει να φωνάξω. Και σιγά σιγά, το φως υποχωρούσε και έβλεπα όλο και πιο καθαρά. Γύρισα στα αριστερά μου και είδα τον Άρμο καμμένο. Δεν τόλμησα να κοιτάξω πίσω. Ο Μόρι είχε σταματήσει τις φωνές, υποθέτω για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Έξω από το δωμάτιο ήταν έρημος. Στην πραγματικότητα, το δωμάτιο έμοιαζε να είναι ένα τσιμεντένιο κουτί στη μέση μιας αχανούς ερήμου. Μπροστά μου υπήρχε ένα μικρό τραπέζι και πάνω σ’ αυτό ένας κόκκορας όρθιος, δεμένος από τα πόδια στο τραπέζι. Φορούσε ένα σκουφί με μια προπέλα μπροστά στα μάτια του: μια έβλεπε το φως, μια δεν το έβλεπε, ανάλογα με το πως τίναζε το κεφάλι του. Απόρησα. Και επειδή δεν υπήρχε τίποτα στον ορίζοντα να κοιτάξω, σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό. Δεν έβλεπα τον ήλιο πουθενά, δεν υπήρχαν σύννεφα αλλά το αίσθημα ήταν πως είναι μια ηλιόλουστη μέρα. Άρχισα λοιπόν να περπατώ σε ευθεία προς μια τυχαία κατεύθυνση.
Περπατούσα για πάρα πολύ, αλλά δεν νύχτωνε ποτέ. Συνεχώς ήταν ακριβώς όπως και όταν πρωτοβγήκα από το τσιμεντένιο κλουβί. Οι μέρες δεν έμοιαζαν να κυλούν αλλά ήμουν σίγουρος πως περπατούσα πολλές εβδομάδες τώρα, αλλά όσο δεν υπήρχε ο κόκκορας, δεν υπήρχε και έννοια χρονικής μετάβασης.
Ώσπου είδα μακριά μπροστά μου κάτι να ξεπροβάλλει στο τίποτα. Ήταν πολύ μακριά και δεν φαινόταν το σχήμα του, όμως ήταν σίγουρα κάτι. Χαμογέλασα, ίσως για πρώτη φορά εδώ και τόσα χρόνια και άρχισα να τρέχω. Όσο πλησίαζα, τόσο ξεκαθάριζε. Ώσπου κατάλαβα τι ήταν και σταμάτησα, γονατίζοντας στην άμμο.
Μπροστά μου ήταν το τσιμεντένιο δωμάτιο.
Κατέβασα το κεφάλι. Κατάλαβα εκείνο το δευτερόλεπτο πως δεν έχει καμία σημασία να περνούν οι μέρες, αν δεν φροντίζω σε κάθε μία από αυτές να κάνω και κάτι διαφορετικό.
Και πέθανα εκεί, την ίδια κιόλας ημέρα, μη έχοντας τι άλλο να κάνω.
Μηνάς Ν. Μηλιαράς
"Λευτεριά στους 'Εγκλειστους" είναι το τελευταίο διήγημα του Μηνά Ν. Μηλιαρά στις εκδόσεις
αμόνι.