Δύο μέρες τώρα δεν έχω διάθεση να ακούσω μουσική. Απολαμβάνω το improvisation των ήχων που με περιβάλλουν και που γίνονται αντιληπτοί μόνο όταν η Αθήνα είναι άδεια. Έξω δεν υπάρχει φασαρία και οι ήχοι που φτάνουν παίρνουν μία άλλη διάσταση. Το ασταμάτητο τζιτζίκισμα δεν με ενοχλεί. Ίσα ίσα μου δίνει την χαρά ενός φυσικού περιβάλλοντος-έστω κι αν ξέρω ότι η τζιτζικοδιαμαρτυρία έρχεται από δύο τσουρομαδημένα δέντρα. Στην κουπαστή του μπαλκονιού ακούω τα βήματα από τις δεκαοχτούρες από τη μεταλλική αντήχηση των νυχιών τους, ενώ γλουγλουκίζουν, και μου γίνονται συμπαθείς οι σιχαμερές-η πείνα τις αποθράσυνε βάζοντας στόχο τα λίγα διαμερίσματα που δεν έχουν φύγει. Το κολοφτιαγμένο παπάκι που ζορίζεται στην ανηφόρα δεν με εξοργίζει με την εξάτμισή του. Με κάνει να αναρωτιέμαι πως να είναι αυτός ο κάγκουρας πιτσιρικάς που ξέμεινε πίσω. Το πιο ωραίο μου όμως είναι οι ήχοι μέσα στο σπίτι που δεν τους έδινα σημασία και επιβάλλονται με τις χαμηλές τους συχνότητες μέσα στην ησυχία. Ο δανεικός ανεμιστήρας είναι πρακτικά αθόρυβος αλλά με εντυπωσιάζει η αεροδυναμικότητα του ήχου που παράγουν τα πτερύγιά του. Το κρακ από τα παγάκια όταν πέφτει το αναψυκτικό, του οποίου ακούς τις μπουρμπουλήθρες να αφρίζουν μέχρι να ηρεμήσουν. Ο ανεμιστήρας στο pc. Το τρίξιμο που κάνει η καλοκαιρινή σκόνη στο δάπεδο όταν την πατάς με τη σαγιονάρα. Το λάστιχο του ψυγείου που βεντουζάρει αεροστεγώς. Οι σελίδες όταν τις γυρίζεις... Και πάει λέγοντας. Ίσως μόνο οι Αcte Vide θα μπορούσαν να με κατανοήσουν. Αλλά όλα αυτά μου δίνουν την απάντηση που έψαχνα στο γιατί η Αθήνα είναι τόσο μαγική όταν είναι άδεια. Γιατί μπορείς επιτέλους να ακούς τους ήχους της ησυχίας της και όχι την ρύπανση του ηχηρού πολιτισμού[?] της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου